ψυχραντικός

ψυχραντικός
-ή, -ό / ψυχραντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ψυχραίνω]
αυτός που μπορεί να προκαλέσει ψύχρανση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψυχραντικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην ψύχρανση. 2. αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ο αποκαρδιωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχραντικόν — ψυχραντικός for cooling masc acc sg ψυχραντικός for cooling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”